- καταργοῦνται
- καταργέωleave unemployedpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)καταργέωleave unemployedpres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Βέγκα Καρπίο, Φέλιξ Λόπε ντε- — (Félix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής (αναφέρεται συχνά απλώς ως Λόπε ντε Βέγκα). Ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη ατέλειωτες… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… … Dictionary of Greek
Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… … Dictionary of Greek
επίδομα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται επιπλέον, πρόσθετη αμοιβή σε τακτική μισθοδοσία, επιχορήγημα: Καταργούνται τα επιδόματα των υπαλλήλων. 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα: Επίδομα πλημμυροπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)